- -γραφος
- β' συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά στον Όμηρο, ενώ τα περισσότερα είναι τής αττικής διαλέκτου. Τα νεοελληνικά, εξάλλου, σύνθετα απαντούν με τις εξής ειδικότερες σημασίες: α) αυτός που χρησιμοποιεί έναν τρόπο γραφής (πρβλ. δακτυλογράφος, στενογράφος, τυπογράφος κ.ά.)β) αυτός που ζωγραφίζει ή χαράζει (πρβλ. εικονογράφος, σκιτσογράφος κ.ά.)γ) αυτός που γράφει ως γραμματέας, συντάκτης η συγγραφέας (πρβλ. αρθρογράφος, πρακτικογράφος, δημοσιογράφος, λεξικογράφος κ.ά.)δ) επιστήμονας ορισμένης ειδικότητας (πρβλ. γεωγράφος, τοπογράφος κ.ά.)ε) επιστημονικά και τεχνικά όργανα (πρβλ. αριθμογράφος, καρδιογράφος, σεισμογράφος κ.ά.). Τα σύνθετα με β' συνθετικό -γραφος μπορούν γενικότερα να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: σ' αυτά που έχουν ενεργητική σημασία και είναι παροξύτονα (πρβλ. λογογράφος, συμβολαιογράφος, τραγωδιογράφος κ.ά.) και σ' αυτά που έχουν παθητική σημασία και είναι προπαροξύτονα (πρβλ. άγραφος, ανεπίγραφος, έγγραφος κ.ά.). Το -γραφος εισήχθη και στις ξένες γλώσσες με τη μορφή -graph(e) ως β' συνθετικό αρκετών λέξεων (πρβλ. αγγλ. anemograph, cardiograph, κ.ά., γαλλ. cinematographe, he liographe κ.ά.). Τέλος, πολλά από τα σύνθετα σε -γραφος παρήγαγαν άλλα σύνθετα σε -γραφία*.Σύνθετα με β' συνθετικό –γραφος Άγραφος, αναπόγραφος, ανεπίγραφος, ανυπόγραφος, απερίγραφος, αυτόγραφος, βιβλιογράφος, γλωσσογράφος, γεωγράφος, διθυραμβογράφος, έγγραφος, εγκωμιογράφος, εικονογράφος, ελεγειογράφος, ενυπόγραφος, επιγραμματογράφος, ζωγράφος, ηθογράφος, θαλασσογράφος, ιαμβογράφος, ιδιόγραφος, ιστοριογράφος, καλλιγράφος, κοσμογράφος, κυκλογράφος, κωμωδιογράφος, λαογράφος, λεξικογράφος, λιθογράφος, λογογράφος, μιμογράφος, μυθογράφος, ομοιογράφος, ορθογράφος, παράγραφος, παροιμιογράφος, πεζογράφος, πλαστογράφος, ποικιλογράφος, πολυγράφος, πορνογράφος, προχειρογράφος, ρυθμογράφος, ρυπαρογράφος, σκηνογράφος, σκιαγράφος, στιχογράφος, συμβολαιογράφος, ταχυγράφος, τοιχογράφος, τοπογράφος, τραγωδιογράφος, τυπογράφος, υμνογράφος, χαρτογράφος, χειρόγραφος, χρονογράφος, χωρογράφος, ψευδεπίγραφος, ψευδογράφοςαρχ.αναισχυντογράφος, ανέγγραφος, ανθρωπογράφος, αντίγραφος, απαράγραφος, απόγραφος, απρόγραφος, αρχαιογράφος, ασματογράφος, ασύγγραφος, αυτοπερίγραφος, βιβλιογράφος, γαιογράφος, δελτογράφος, διαθηκογράφος, διαλογογράφος, δικογράφος, δογματογράφος, δυσπαράγραφος, δυσπερίγραφος, εθνικογράφος, ειδογράφος, εναπόγραφος, επέγγραφος, επίγραφος, επιθαλαμιογράφος, επιστολογράφος, ερωτογράφος, ευπερίγραφος, ζωογράφος, ημερογράφος, ημίγραφος, θρανογράφος, ιαμβειογράφος, ισόγραφος, ισογράφος, ιστοριογράφος, καινογράφος, κακογράφος, κατάγραφος, κιναιδογράφος, κρημνογράφος, κωμωδογράφος, λεπτόγραφος, μελογράφος, μεσόγραφος, μηχανογράφος, μονογράφος, μυστογράφος, νεόγραφος, νεοκατάγραφος, νομογράφος, ολόγραφος, ομματογράφος, ομόγραφος, οξυγράφος, οπισθόγραφος, παιανογράφος, παιγνιαγράφος, παραδοξογράφος, παρέγγραφος, περίγραφος, πινακογράφος, πλασματογράφος, ποιηματογράφος, ποιητογράφος, πολεμογράφος, πολιτογράφος, πρόσγραφος, πρωτέγγραφος, ρωπογράφος, Σατυρογράφος, σημειογράφος, σιλλογράφος, σύγγραφος, συναλλαγματογράφος, συνθηκογράφος, συνταγματογράφος, σχολιογράφος, τεχνογράφος, τραγωδογράφος, τυπικογράφος, υλογράφος, υποσύγγραφος, φθειρόγραφος, φλυακογράφος, φλυζογράφος, φοινικογράφος, φορογράφος, χειρισμογράφος, ψευδέγγραφος, ψηφισματογράφος, ωρογράφοςνεοελλ.αγγειογράφος, αγιογράφος, αερογράφος, αεροτοπογράφος, αινιγματογράφος, αισχρογράφος, ακατάγραφος, αλληλογράφος, αμετάγραφος, ανεκδοτογράφος, ανεμογράφος, ανορθόγραφος, ανορθόγραφος, ανωνυμογράφος, αποκρυπτογράφος, απομνημονευματογράφος, αρθρογράφος, αριθμογράφος, αρτηριογράφος, ασεμνογράφος, βαρογράφος, δαροθερμογράφος, βιογράφος, γελοιογράφος, γεωδαισιογράφος, γραμμογράφος, δακτυλογράφος, δελτιογράφος, δημοσιογράφος, διαγραμματογράφος, διατρογράφος, διηγηματογράφος, διπλογράφος, δραματογράφος, δρομογράφος, δυναμογράφος εθνογράφος, ειδησεογράφος, ενεπίγραφος, εντερογράφος, εντομογράφος, επιθεωρησιογράφος, επιπεδογράφος, επιστολογράφος, επιφυλλιδογράφος, ευθυμογράφος, εφημεριδογράφος, ηλεκτροκαρδιογράφος, ηλιογράφος, θεατρικογράφος, θεματογράφος, θερμογράφος, θωρακογράφος, ιερογράφος, ιχνογράφος, καθαρογράφος, κακογράφος, καμπυλογράφος, καρδιογράφος, κεραυνογράφος, κινηματογράφος, κινησιογράφος, κοσμηματογράφος, κοσμικογράφος, κρανιογράφος, κριτικογράφος, κρυπτογράφος, κρυσταλλογράφος, κυλινδρογράφος, κυματογράφος, κωμειδυλλιογράφος, λεξιγράφος, λιβελλογράφος, λιμνογράφος, μαγνητογράφος, μεταλλογράφος, μετεωρογράφος, μικροσεισμογράφος, μυθιστοριογράφος, νευρογράφος, ξυλογράφος, οδογράφος, οδοντογράφος, ολιγογράφος, ολόγραφος, ομοιογράφος, ορεογράφος, ορθόγραφος, ορυκτογράφος, οσμογράφος, παλαιογράφος, παλλιρροιογράφος, παλμογράφος, παντογράφος, παραδοξογράφος, παραλληλογράφος, πληθυσμογράφος, πνευμονογράφος, πρακτικογράφος, προσωπογράφος, ραδιοτηλέγραφος, σατιρογράφος, σεισμογράφος, σεληνογράφος, σεληνοτοπογράφος, σεναριογράφος, σηματογράφος, σηματοτηλέγραφος, σκιτσογράφος, σταθμογράφος, στενογράφος, στενοδακτυλογράφος, στηθογράφος, στυλογράφος, σφυγμογράφος, σχεδιογράφος, ταξιδιογράφος, τεχνογράφος, τηλέγραφος, τηλεφωνόγραφος, τοπιογράφος, τροχιογράφος, τσιγκογράφος, τυφλογράφος, υαλογράφος, υγρογράφος, υδατογράφος, υδρογράφος, υστερόγραφος, φασματογράφος, φωνογράφος, χαλκογράφος, χορογράφος, χρονικογράφος, χρυσογράφος, ψαλμογράφος, ψευτοδημοσιογράφος, ψιλογράφος, ωκεανογράφος.
Dictionary of Greek. 2013.